- ἐξηγρίωσαν
- ἐξαγριόωmake wildaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγριώνω — (AM ἐξαγριῶ) [αγριώ] 1. εξοργίζω, εξερεθίζω, εξάπτω («εξαγριώνεται όταν τού ζητούν χρήματα») 2. (για χώρα ή περιοχή) εγκαταλείπω, αφήνω ακαλλιέργητη 3. (μτχ.) παρακμ. ως επίθ.) ἐξαγριωμένος, η, ο(ν) α) (για μαλλιά) ανακατωμένος β) (για ψυχή)… … Dictionary of Greek